- ῥαντίσματα
- ῥάντισμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Φρόντιν, Γκούσταβ — (Fröding, Άλστερ 1860 – Στοκχόλμη 1911). Σουηδός ποιητής. Είναι ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της σύγχρονης σκανδιναβικής λογοτεχνίας και άριστος γνώστης της αγγλικής, της γερμανικής και της γαλλικής λογοτεχνίας. Δημιούργησε μια αβρή ποίηση με… … Dictionary of Greek